αρτηριοσκληρωτικός

αρτηριοσκληρωτικός
η , ό[ν] 1.
1) артериосклеретический; страдающий артериосклерозом; 2) консервативный, ретроградный; 2. (ο ) 1) ирон. склеротик; 2) консерватор, ретроград

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρτηριοσκληρωτικός" в других словарях:

  • αρτηριοσκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αρτηριοσκλήρωση ή υποφέρει απ αυτήν: Όλα αυτά που λέει ότι νιώθει ο άρρωστος είναι φαινόμενα αρτηριοσκληρωτικά. 2. οπισθοδρομικός, παλιών αντιλήψεων άνθρωπος: Μην περιμένεις να μας καταλάβει αυτός ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρτηριοσκληρωτικός — ή, ό 1. αυτός που πάσχει από αρτηριοσκλήρωση 2. εκείνος που επιμένει σε παλαιές αντιλήψεις, που δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες και αντιλήψεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»